- φωνασκικός
- φωνασκ-ικός, ή, όν,A of or for exercising the voice, φ. ὄργανον a pitch-pipe, Plu.TG2;
οἱ φ.
voice-trainers,Pall.
in Hp.2.93 D. Adv.-κῶς Arr.Epict.1.4.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ φ.
voice-trainers,Pall.
in Hp.2.93 D. Adv.-κῶς Arr.Epict.1.4.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωνασκικός — ή, όν, Α [φωνασκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.). επίρρ... φωνασκικῶς Α με φωνασκία … Dictionary of Greek
φωνασκικόν — φωνασκικός of masc acc sg φωνασκικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικοῖς — φωνασκικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικοί — φωνασκικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκικῶς — φωνασκικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)